- καταλσής
- καταλσής, -ές (Α)(για τόπο) δασώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευ-αλσής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλσῆ — καταλσής woody neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταλσής woody masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταλσής woody masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταλσος — κάταλσος, ον (AM) καταλσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄλσος] … Dictionary of Greek